μελιτζανής

μελιτζανής
[мэлитзанис] εκ. лиловый.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μελιτζανής" в других словарях:

  • μελιτζανής — και μελιντζανής, ιά, ί [μελιτζάνα] 1. αυτός που έχει το χρώμα τής μελιτζάνας 2. το ουδ. ως ουσ. το μελιτζανί το χρώμα τής μελιτζάνας, βαθύ μοβ, λιλά («φόρεμα μελιτζανί») 3. το θηλ. ως ουσ. η μελιτζανιά το φυτό μελιτζάνα …   Dictionary of Greek

  • μελιτζανής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα της μελιτζάνας (σκούρο μοβ): Μου πήρε δώρο μια μελιτζανιά γραβάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελιντζανής — και μελιντζανύς, ιά, ί και ύ βλ. μελιτζανής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»